Οι γίγαντες των θαλασσών της Ελληνιστικής Περιόδου
Η Ελληνιστική Εποχή απλώνεται από το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 323 π.Χ. μέχρι το 30 π.Χ., χρονιά θανάτου της Κλεοπάτρας Ζ΄, που σήμανε το τέλος της δυναστείας των Πτολεμαίων (μερικοί ιστορικοί, εντούτοις, θεωρούν ότι ο Ελληνιστικός Κόσμος στην Ανατολή συνεχίζεται μέχρι τον 3ο, ακόμα και τον 4ο αι. μ.Χ. και το τέλος της αρχαίας ειδωλολατρίας)· ήταν η εποχή του γιγαντισμού στα εμπορικά και πολεμικά πλοία. Οι πολυήρεις αναπτύχθηκαν και αυξήθηκαν σε μέγεθος και σε αριθμό πάγκων κωπηλατών. Γνωρίζουμε καλά τις διήρεις και τις τριήρεις –μας βοηθούν τα εικονογραφικά στοιχεία και τα κείμενα, καθώς και η πρόσφατη προσπάθεια πειραματικής αρχαιολογίας που έγινε με τη μήκους 37 μ. τριήρη «Ολυμπιάδα»– όταν ωστόσο πρόκειται για μεγαλύτερα πλοία, με περισσότερες σειρές κουπιών, αδυνατούμε να κατανοήσουμε την πολύπλοκη δομή τους. Υπάρχει επίσης η αβεβαιότητα στη σημασία των αριθμών. Τι συνέβαινε με την «τεσσαραντακόντορο» του Πτολεμαίου; Μπορούμε με σοβαρότητα να δεχτούμε ένα πλοίο με 40 σειρές κουπιών; Ήταν η «τεσσαραντακόντορος» πράγματι ένα πλοίο με 40 πάγκους κουπιών; Αυτοί οι γίγαντες των θαλασσών προβλημάτισαν τους μελετητές για αιώνες και πολλά ερωτήματα που έχουν διατυπωθεί παραμένουν αναπάντητα.
Παρά τις δυσεπίλυτες έρευνες για τις περισσότερες πολυήρεις, είναι γεγονός ότι κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους έχουμε ένα μεγάλο αριθμό απεικονίσεων πλοίων, συμπεριλαμβανομένων πολλών χαραγμάτων, που έχουν βοηθήσει πολύ τους μελετητές του πεδίου να κατανοήσουν την πολύπλοκη μέθοδο της κατασκευής των πλοίων. Μερικά από αυτά ήταν πελώρια και πιθανότατα μπορούσαν να αγκυροβολήσουν μόνο σε πολύ μεγάλα λιμάνια όπως της Αλεξάνδρειας ή των Συρακουσών.
Τα χαράγματα της Δήλου, μια πολύτιμη ανακάλυψη χαραγμένων απεικονίσεων πλοίων στη γύψινη επένδυση των τοίχων των αρχαίων σπιτιών, φτιάχτηκαν τον 1ο αι. μ.Χ., πιθανώς από ναύτες, που όχι μόνο σχεδίαζαν καλά, αλλά μπορούσαν επίσης να αποδώσουν με κάθε λεπτομέρεια το πλοίο που γνώριζαν και αγαπούσαν περισσότερο, δηλ. το δικό τους πλοίο.
Όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ξεκίνησε η κατασκευή του «Κερύνεια ΙΙ» –αυτή η μοναδική απόπειρα να κατασκευαστεί ένα εμπορικό πλοίο της κλασικής Ελλάδας– οι μελετητές βάσισαν την κατασκευή των χαμένων τμημάτων του πλοίου, του εξοπλισμού και των εξαρτημάτων του στην προσεκτική μελέτη των «πλοίων της Δήλου». Αυτά τα χαράγματα υπήρξαν μεγάλη βοήθεια στην κατασκευή του καταρτιού, του πανιού, του εξοπλισμού και του μηχανισμού διεύθυνσης.
Τεράστια εμπορικά και πολεμικά σκάφη των Ελληνιστικών χρόνων δεν έχουν επιβιώσει ή, ας πούμε καλύτερα, δεν έχουν ανακαλυφθεί ακόμα. Υπάρχει όμως η ελπίδα ότι με τη βοήθεια της νέας τεχνολογίας, η οποία επιτρέπει την έρευνα σε πολύ βαθιά νερά –με ROV (Remotely Operated Vehicle-Οχήματα Απομακρυσμένου Χειρισμού είναι δυνατές έρευνες σε βάθος 1.500-2.000 μ., ένα τέτοιο πλοίο θα έρθει στο φως. Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι το μήκος τους έφτανε ή ακόμα και ξεπερνούσε τα 80 μ. Μερικοί τεράστιοι μολύβδινοι στύποι και δακτύλιοι συναρμογής σύνθετων αγκυρών που έχουν βρεθεί στη Μεσόγειο θάλασσα πρέπει να ανήκαν σε αυτά τα τεράστια πλοία. Γνωρίζουμε ότι τόσο μεγάλα φορτηγά χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά σιτηρών.
Ήταν συνηθισμένο για κάποια πλοία της Ελληνορωμαϊκής εποχής να φτάνουν σε μήκος τα 50 και τα 60 μ. Τα χρόνια που ακολούθησαν τη ρωμαϊκή κατάκτηση της Ελλάδας τα νερά της Μεσογείου έγιναν μάρτυρες της συνέχισης του γιγαντισμού των Ελληνιστικών χρόνων και τα πελώρια φορτηγά που είχαν κάνει την πρώτη εμφάνισή τους έναν ή δύο αιώνες πριν συνέχισαν να κατασκευάζονται ακολουθώντας τις ανάγκες της ρωμαϊκής επέκτασης.
Τα δύο πλοία της λίμνης Νέμι, παρότι χρησιμοποιούνταν για τελετές και όχι για εμπόριο, είχαν μήκος περίπου 70 μ. Μετά την ανέλκυσή και αποκατάστασή τους μεταξύ των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, η παρουσία τους στη Νέμι, κοντά στη Ρώμη, ήταν μια μαρτυρία της ύπαρξης αυτών των κολοσσιαίων πλωτών κατασκευών (η τραγική απώλεια και των δύο πλοίων ήταν συνέπεια των μαχών που έγιναν στην περιοχή το 1944, κατά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου).
Υπάρχουν όμως σημαντικά έργα γλυπτικής που μαρτυρούν την παρουσία αυτών των μεγάλων επιτευγμάτων της ναυπηγικής. Αρκεί να αναφέρουμε δύο από τα πιο γνωστά: το αριστούργημα της ελληνικής γλυπτικής που είναι γνωστό ως Νίκη της Σαμοθράκης, σήμερα στο Λούβρο, απεικονίζει τη Νίκη να στέκει στην πλώρη ενός μεγάλου πολεμικού πλοίου και ήταν ένα αφιέρωμα των Ροδίων στο ιερό της Σαμοθράκης. Επίσης, ένας Ρόδιος γλύπτης, ο Πυθόκριτος, σμίλεψε στο βράχο της Ακρόπολης της Λίνδου μια τεράστια τριήρη που διατηρείται καλά και διασώζει πολλές κατασκευαστικές λεπτομέρειες.
Είναι όμως και στα ελληνιστικά νομίσματα που βρίσκουμε πολύτιμες μικρογραφίες μιας μεγάλης ποικιλίας πλοίων ή τμημάτων πλοίων. Τα πολεμικά πλοία ήταν ένα ιδιαίτερα αγαπητό θέμα για αυτά τα αντικείμενα.
Κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής περιόδου, παρότι τα μεγάλα κέντρα της ναυπηγικής μεταφέρθηκαν δυτικά, στην ιταλική χερσόνησο, συνέχισαν να κατασκευάζονται πλοία στην ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά, καθώς και στις ακτές της Ιωνίας και σε άλλα ελληνικά παράκτια κέντρα της Μικράς Ασίας. Στα τέλη του 1ου αι. μ.Χ. η Pax Romana (Ρωμαϊκή Ειρήνη) παγιώνεται και η Μεσόγειος γίνεται μια ρωμαϊκή θάλασσα (mare nostrum).