Το Αιγαίο επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
Ο Κούρσος
Η «Άσπρη Θάλασσα», όπως ονόμαζαν οι Οθωμανοί το Αιγαίο, ήταν ένας επικίνδυνος χώρος από το 16ο έως τις αρχές του 18ου αιώνα. Στα νερά του δρούσαν μουσουλμάνοι αλλά και χριστιανοί πειρατές και κουρσάροι. Οι δεύτεροι βρίσκονταν στην υπηρεσία μιας εμπόλεμης δύναμης που ενδιαφερόταν για τη φθορά της ναυτιλίας και του εμπορίου του εχθρού και ήταν συχνά εφοδιασμένοι από αυτή με «διπλώματα καταδρομής» (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αργότερα αυτό του Λάμπρου Κατσώνη). Στήνοντας ενέδρες στους εμπορικούς δρόμους της Ανατολής, κουρσάροι με το έμβλημα της ημισελήνου χρησιμοποιούσαν τα νησιά του Αιγαίου είτε για να συλλέξουν πληροφορίες σχετικά με τις κινήσεις των δυτικών εμπορικών πλοίων ή των βενετικών γαλέρων είτε ως σταθμούς ανεφοδιασμού.
Και των δύο ομάδων η δράση απέβαινε επιζήμια για τα διερχόμενα καράβια –δύσκολα αποτυπώνονται οι περιπέτειες αυτές στα χαρτιά του πλοίου ή στα επίσημα αρχεία– αλλά και για τους ντόπιους πληθυσμούς, με την αναγκαστική «αγορά» ή την παράδοση σιτηρών ή ζώων ή με τη μορφή αγγαρειών, όταν χρειάζονταν πληρώματα. Νησιά όπως η Ίος το 1528, η Σάμος για πολλές δεκαετίες, αλλά και η Σκιάθος, η Σκόπελος και τα Κύθηρα το 1570, γνώρισαν την ερήμωση ως αποτέλεσμα αυτής της δράσης.
Καθώς η εποπτεία της περιοχής από την ηπειρωτική ακτή ήταν δύσκολη εξαιτίας των πολυάριθμων φυσικών καταφυγίων, για να την ελέγξει κανείς χρειαζόταν να έχει την κυριαρχία στη θάλασσα. Και αυτήν έβαλαν τα δυνατά τους να αποκτήσουν οι Βενετοί, οι Οθωμανοί και οι δυτικοί (Γάλλοι και Άγγλοι), με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία. Ο οθωμανικός στόλος περιοριζόταν στην ετήσια εαρινή του έξοδο από την Κωνσταντινούπολη προς την Αλεξάνδρεια για τη μεταφορά εμπορευμάτων και τη συλλογή των φόρων. Οι ελληνικοί πληθυσμοί από τη μια απολάμβαναν έτσι ένα βαθμό αυτονομίας και από την άλλη πλήρωναν την απουσία αστυνόμευσης του Αιγαίου εκ μέρους των Οθωμανών και την ελλιπή προστασία των πληθυσμών.
Καραβοκύρηδες και ναυτικοί άρχισαν να εφοδιάζουν τα πλοία τους με κανόνια. Τα εμπορικά νησιά του Αρχιπελάγους μοιράζονταν τα έξοδα για να συντηρούνται αντιπειρατικές «γαλεότες» ή «τράτες». Άλλοι από τους νησιώτες στρατολογούνταν στα κουρσάρικα καράβια, πουλούσαν τις ναυτικές τους δεξιότητες ή τη γλωσσομάθειά τους, κάποιοι μετείχαν στα οικονομικά δίκτυα που γεννούσε ο κούρσος, γίνονταν προμηθευτές τροφίμων ή εξοπλισμού ή εμπορεύονταν, στα όρια του λαθρεμπορίου, σε βάρος του οθωμανικού ταμείου. Νησιά όπως η Ύδρα, τα Ψαρά, η Σκύρος και η Πάτμος ήταν διαμετακομιστικοί σταθμοί ιδίως για το λαθρεμπόριο των σιτηρών που φορτώνονταν στα λιμάνια της Θεσσαλίας, της Μικράς Ασίας και του Μοριά. Το 18ο αιώνα στην πειρατεία εμπλέκονταν, μεταξύ άλλων, Υδραίοι, Μήλιοι, Σκοπελίτες, Μυκονιάτες, Σπετσιώτες, Τήνιοι και Ψαριανοί.
Η συμμετοχή των νησιών του Αιγαίου στον οικονομικό βίο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
Πρακτικές, όπως αυτές που προαναφέρθηκαν, επέτρεψαν στο ελληνικό στοιχείο να συσσωρεύσει ένα αρχικό κεφάλαιο και να αποκτήσει μια θέση στα εμπορικά δίκτυα του μεσογειακού κόσμου. Το γενικό αίσθημα ανασφάλειας που επικρατούσε όμως στο Αιγαίο δεν επέτρεψε την ανάπτυξη θαλάσσιων και εμπορικών δραστηριοτήτων και την ενίσχυση μιας τάξης μεσαίων εμπόρων που θα υιοθετούσαν νόμιμη εμπορική δράση. Όταν η πειρατεία περιορίστηκε, από τα μέσα του 18ου αιώνα, η νησιωτική κοινωνία του Αιγαίου ανοίχθηκε περισσότερο στη θάλασσα και συγκρότησε εμπορικούς στόλους.
Παρόλο που το καθεστώς των νησιών δεν ήταν ομοιόμορφο σε όλο το Αιγαίο, ένας σημαντικός αριθμός τους αποτέλεσε από τα μέσα του 17ου αιώνα διοικητική ενότητα υπό τον αντιναύαρχο του οθωμανικού στόλου (καπουδάν πασά) και τον άμεσο βοηθό του, Φαναριώτη συνήθως αξιωματούχο, δραγουμάνο του στόλου. Τα νησιά εποικίστηκαν για να αποδίδουν φορολογικά έσοδα για το οθωμανικό ταμείο, παρείχαν ανάλογα με τον πληθυσμό τους τεχνίτες για τα ναυπηγεία και πληρώματα για το στόλο και η οθωμανική διοίκηση τους επέτρεψε σημαντικό βαθμό αυτονομίας με σειρά προνομιακών ορισμών. Αυτοί, μαζί με τη λεγόμενη “οθωμανική ειρήνη” (pax ottomana), συμπλήρωσαν τους αναγκαίους όρους για την ανάπτυξη εμποροναυτιλιακών δραστηριοτήτων από τους νησιώτες και για τη συμμετοχή του Αιγαίου στον οικονομικό βίο της Αυτοκρατορίας.
Η Χίος, η Μυτιλήνη, η Πάτμος και η Σάμος βρίσκονταν στη ρότα του οθωμανικού στόλου από την Κωνσταντινούπολη προς την Αλεξάνδρεια, και κοντά στα λιμάνια της Καραμανίας και της Σμύρνης, κύριων εξαγωγικών χώρων προς τη δυτική Ευρώπη. Οι Κυκλάδες ήταν κομβικό σημείο των εμπορικών δρόμων που διέσχιζαν το Αιγαίο. Διαθέτοντας εμπειρική μόνο ναυτική γνώση, οι Αιγαιοπελαγίτες έμποροι και ναυτικοί εργάζονταν σε οικογενειακή βάση και σε στενή σχέση με παροικίες Ελλήνων στο εξωτερικό και εμπορικούς οίκους που είχαν ιδρυθεί εκεί, ως εξαρτήματα καλά συναρθρωμένων δικτύων που βασίζονταν στη συγγένεια και στην κοινή καταγωγή.
Δυτικά προξενεία στα νησιά τόνωναν τη διασύνδεσή τους με το διεθνές εμπόριο. Γύρω στο 1740 οι Γάλλοι πρόξενοι στη Σμύρνη ανησυχούσαν από την εμφάνιση τοπικών στόλων στο Αιγαίο και συγκεκριμένα πλοίων που έφεραν τη σημαία της Μινόρκας, πολλά από τα οποία ανήκαν στην ελληνική κοινότητα που είχε ιδρυθεί εκεί με αγγλική υποστήριξη. Η Τήνος, η Σίφνος, η Κέα, η Μύκονος και η Πάτμος είχαν καράβια που εμπορεύονταν στη Σενιγάλια στην Ιταλία από τη δεκαετία του 1730, την Τεργέστη και τη Μαύρη Θάλασσα μετά το 1780. Ιδιαίτερη μνεία γινεται στους πλοηγούς της Μήλου και Κιμώλου. Ο ρωσο-οθωμανικός πόλεμος του 1768-1774 δημιούργησε μια νέα ευνοϊκή συγκυρία. Η Μαύρη θάλασσα άνοιξε για τους νησιώτες. Πουλούσαν στα λιμάνια της τοπικά προϊόντα για να φορτώσουν από αυτά δημητριακά για το Αιγαίο, την Αγκόνα και το Λιβόρνο. Γύρω στα 1780, η Ύδρα εμφανίζεται να έχει περισσότερα από εκατό πλοία, αρκετά μεγάλα ώστε να επιχειρούν ταξίδια έως το Λιβόρνο και τη Βενετία. Οι Σπέτσες και τα Ψαρά την ακολουθούν ως προς το μέγεθος του στόλου τους.
Στα τέλη του 18ου αιώνα, σύμφωνα με υπολογισμούς, τα νησιά του Αιγαίου κατοικούνταν από περίπου 200.000 ανθρώπους που δεν περιορίζονταν στην καλλιέργεια της εν πολλοίς άγονης γης που διέθεταν. Μεγαλύτερη μάλιστα ναυτιλιακή δραστηριότητα εμφάνισαν οι κάτοικοι των πλέον άγονων νησιών. Οι ναυτικές δραστηριότητες (εντατική αλιεία, σπογγαλιεία, ακτοπλοΐα, διαμετακομιστικό εμπόριο μικρής εμβέλειας αλλά και υπερπόντιο θαλάσσιο εμπόριο) συνέτειναν στη διεύρυνση ή ακόμη και στη μεταστροφή της νησιωτικής οικονομίας. Η γεωργία και η κτηνοτροφία, βέβαια, στις μικρές και κατακερματισμένες κατά κανόνα ιδιοκτησίες, συνυπάρχουν, και μάλιστα σε ζωτικούς πυρήνες, μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Η ναυτιλία όμως αποδείχθηκε προνομιακό πεδίο δράσης που επέτρεψε την υπέρβαση της ανισορροπίας μεταξύ έγγειων ιδιοκτησιών, αγροτικής παραγωγής και διαθέσιμου ανθρώπινου δυναμικού. Οι γαιοκτήμονες αντικαταστάθηκαν ως τοπική ελίτ από την ανερχόμενη τάξη των εμπόρων, των μεταπρατών και των ναυτικών/εφοπλιστών. Συγκροτήθηκαν μάλιστα νησιωτικοί οικισμοί με αστικά χαρακτηριστικά. Οι Χώρες των νησιών και τα χωριά των καπεταναίων εμπλουτίστηκαν, όσον αφορά τον υλικό πολιτισμό, με επιδράσεις από τα γύρω παράλια και τους μακρινότερους προορισμούς, στους οποίους κατέληγαν οι ρότες των καραβιών τους.