Τα ελάχιστα στοιχεία της Νεολιθικής Περιόδου

Οι πηγές για την κατανόηση του αρχαίου πλοίου

Για την Παλαιολιθική και τη Μεσολιθική περίοδο δεν υπάρχουν γραπτές πηγές ή απεικονίσεις πλοίων, ούτε έχουμε στη διάθεσή μας κάποια αρχαιολογικά ευρήματα που να μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε τον τύπο των πλοίων που βρίσκονταν σε χρήση και τις μεθόδους κατασκευής που χρησιμοποιούσαν οι πρωτόγονοι άνθρωποι. Βασιζόμαστε αποκλειστικά σε προσεκτικές εικασίες και έμμεσες πληροφορίες που σχετίζονται με τις μεταναστεύσεις των ανθρώπων, καθώς και σε οποιαδήποτε βοήθεια μπορούμε να έχουμε από την εθνοαρχαιολογία.

Ωστόσο, από την Ύστερη Νεολιθική περίοδο και μετά εμφανίζονται ορισμένες βραχογραφίες και χαράγματα που απεικονίζουν πλοία· αργότερα, στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, παραστάσεις πλοίων μπορούν να παρατηρηθούν πάνω σε κεραμικά αγγεία, ενώ υπάρχουν και πήλινα ομοιώματα με το σχήμα πλοίων. Με το πέρασμα των αιώνων ένας μεγάλος αριθμός μαρτυριών έχει φτάσει στα χέρια των μελετητών: τοιχογραφίες, λεπτεπίλεπτες αγγειογραφίες, γλυπτά σε χαμηλό ή υψηλό ανάγλυφο, εικόνες πλοίων σε σφραγίδες, αργότερα και σε νομίσματα· εξαιρετικά ομοιώματα φτιαγμένα από πηλό, ξύλο, μέταλλο και, τέλος, ένας μεγάλος αριθμός γραπτών πηγών παρέχουν μια πληθώρα πληροφοριών για τα πλοία.

Καθώς θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας στις ελληνικές θάλασσες και ιδιαίτερα στο Αιγαίο, πρέπει να σημειωθεί ότι όλοι οι λαοί της Μεσογείου, μιας κλειστής θάλασσας, αντάλλασσαν και δανείζονταν ναυπηγικές τεχνικές ο ένας από τον άλλο. Έτσι δεν υπάρχει ένας συγκεκριμένος τύπος βάρκας ή πλοίου που να ανήκει αποκλειστικά σε μια περιοχή ή σε μια συγκεκριμένη φυλή ή πολιτισμό που να μην έχει παράλληλα και ομοιότητες με κάποιον άλλο. Παρόλα αυτά, οι νεωτερισμοί που εμφανίζονταν σε μια περιοχή της Ανατολής συχνά χρειάζονταν αιώνες μέχρι να γίνουν αποδεκτοί και να εφαρμοστούν σε κάποιο μακρινό μέρος της Δύσης ή το αντίστροφο. Μπορεί κανείς συχνά να σημειώσει ότι μια νεοεισηγμένη τεχνική εφαρμόζεται με την ενσωμάτωσή της σε προϋπάρχουσες μεθόδους. Υπάρχει η συνύπαρξη, ένα αμάλγαμα τεχνικών, αλλά καμία απομονωμένη και μοναδική.

Η πρώιμη μεταφορά του οψιδιανού της Μήλου και η «Παπυρέλλα»

Παρότι η ναυσιπλοΐα ανάγεται με σιγουριά στην αυγή της ιστορίας και μετρά ζωή εκατοντάδων χιλιάδων ετών, η πρωιμότερη και μοναδική επιστημονική μαρτυρία που έχουμε παγκοσμίως για ένα ταξίδι στην ανοιχτή θάλασσα έχει καταγραφεί στις Κυκλάδες, το αρχιπέλαγος του Αιγαίου, και τοποθετείται πριν από περίπου 11.000 χρόνια.

Παπυρέλλα

Το εν λόγω ταξίδι σχετίζεται με τη μεταφορά του οψιδιανού από το νησί της Μήλου –ένα από τα νοτιότερα νησιά των Κυκλάδων– στο σπήλαιο Φράγχθι στην Ανατολική Πελοπόννησο. Το μόνο που γνωρίζουμε με βεβαιότητα είναι ότι στην Ύστερη Μεσολιθική περίοδο αυτό το ηφαιστειακό ορυκτό –που έφερε επανάσταση στην τεχνολογία κατασκευής των μικρολιθικών εργαλείων– μεταφέρθηκε διαμέσου της ανοιχτής θάλασσας για μια σχετικά μεγάλη απόσταση. Είτε κάλυψε 150 ναυτικά μίλια από τη Μήλο στο σπήλαιο Φράγχθι, όπου βρέθηκε ή μεταφέρθηκε μέσω θαλάσσης σε μια μικρότερη απόσταση 75 ναυτικών μιλίων στις ακτές της Ερμιονίδας (ή στην ίδια απόσταση στη Λαυρεωτική) και από μια από αυτές τις θέσεις μεταφέρθηκε χερσαία στην Αργολίδα. Είναι γεγονός ότι ακόμα και τα 75 ναυτικά μίλια ταξιδιού στην ανοιχτή θάλασσα αντιπροσωπεύουν μια σημαντική απόσταση για τους κυνηγούς και τροφοσυλλέκτες αυτής της μακρινής εποχής που κατέληξαν να γίνονται περιστασιακοί ναυτικοί.

Δεν είναι περίεργο που ένα τέτοιο ταξίδι πραγματοποιήθηκε στο Αιγαίο και ειδικότερα στις Κυκλάδες. Αυτή η θάλασσα, γεμάτη με εκατοντάδες νησιά, νησίδες και βραχονησίδες, τα περισσότερα ορατά το ένα από το άλλο, και με μια οδοντωτή ακτή που εναλλάσσει ακρωτήρια και κάβους με κόλπους και όρμους, είναι το ιδανικό σκηνικό για την ανάπτυξη της θαλάσσιας κινητικότητας. Αν προσθέσουμε σε αυτό τα πλεονεκτήματα ενός ήπιου κλίματος και την καθαρότητα της ατμόσφαιρας για μεγάλες περιόδους του χρόνου, μπορούμε τότε να κατανοήσουμε γιατί οι κάτοικοι του νότιου τμήματος του Βαλκανικής χερσονήσου –που αργότερα θα αποκαλούνταν Έλληνες– ικανοποιώντας τις ανάγκες και την περιέργειά τους, μεταπήδησαν από το ένα νησί στο άλλο προς όλες τις κατευθύνσεις, και κατασκεύασαν αρχικά σχεδίες και βάρκες και αργότερα όμορφα και εξαιρετικά αποτελεσματικά πλοία. Αν ανέβει κανείς μια μέρα με αίθριο καιρό στα υψώματα του Κρανιδίου (κοντά στο σπήλαιο Φράγχθι, βόρεια του κόλπου της Κοιλάδας), το νησί της Μήλου είναι ορατό, όπως και τα περισσότερα από τα άλλα νησιά που βρίσκονται ανάμεσα, μέχρι το ακρωτήριο Σούνιο.

Το 1989 πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα ένα πρόγραμμα πειραματικής αρχαιολογίας από Έλληνες μελετητές. Ήταν μια προσπάθεια που στόχευε στην κατανόηση του θαλάσσιου δρόμου –του δρόμου του οψιδιανού– που συνέδεε τη Μήλο με την ελληνική ενδοχώρα ήδη 11.000 χρόνια πριν.

Η αναζήτηση κράτησε αρκετά χρόνια. Αφενός λόγω των καιρικών συνθηκών που επικρατούν στις Κυκλάδες όπου η θάλασσα είναι πολύ συχνά ταραγμένη και αφετέρου λόγω των περιορισμών των πρωτόγονων εργαλείων της Μεσολιθικής εποχής, η σχεδία από κορμούς και το μονόξυλο αποκλείστηκαν, καθώς θεωρήθηκαν ανεπαρκή για τη μεταφορά οψιδιανού πριν από 11.000 χρόνια. Η προσοχή συγκεντρώθηκε σε μια σχεδία από δέσμες παπύρου. Η εθνογραφική έρευνα κατάφερε να εντοπίσει ένα πρωτόγονο σκάφος που φτιαχνόταν ακόμα, πιθανότατα για χιλιετίες, στο νησί της Κέρκυρας στο Ιόνιο πέλαγος, και που είχε σχεδόν εκλείψει. Αντιγράφηκε η μέθοδος κατασκευής της κερκυραϊκής «παπυρέλλας» και ένα πειραματικό σκάφος μήκους 6 μ. ταξίδεψε με κουπιά από τη Λαυρεωτική, το πιο νότιο άκρο της Αττικής, στο νησί του οψιδιανού, τη Μήλο, το φθινόπωρο του 1989. Μετακινούμενοι από νησί σε νησί με μέση ταχύτητα 2 κόμβων, κωπηλατώντας την ημέρα και αναπαυόμενοι τη νύχτα, έξι κωπηλάτες έφτασαν στον προορισμό τους σε μία εβδομάδα.

Τα ελάχιστα στοιχεία της Νεολιθικής περιόδου

Στη Νεολιθική Ελλάδα οι υποτιθέμενες μαρτυρίες σκαφών είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Τα μόνα γνωστά αρχαιολογικά υπολείμματα βρέθηκαν το 1992 στο Δισπηλιό, στη λίμνη της Καστοριάς, στη Μακεδονία. Ένα λιμναίο σκάφος, ένα μονόξυλο μήκους 3,30 μ., που χρονολογείται στις αρχές της Ύστερης Νεολιθικής ή ακόμα και στα τέλη της Μέσης Νεολιθικής εποχής, είχε διατηρηθεί σε σχετικά καλή κατάσταση μέσα στη λάσπη της λίμνης. Ωστόσο, ανάμεσα σε μια πληθώρα αντικειμένων που βρέθηκαν στον οικισμό του Δισπηλιού, τα οποία βρίσκονται ακόμα στη διαδικασία της μελέτης και της χρονολόγησης, βρέθηκαν τουλάχιστον δέκα πήλινα ομοιώματα μονόξυλων – τα περισσότερα σε θραύσματα. Ένα από αυτά είναι σχεδόν ακέραιο, έχει μήκος 20,50 εκατοστά και χρονολογείται επίσης στα τέλη της Μέσης Νεολιθικής εποχής.

Υπάρχουν επίσης δύο βραχογραφίες –βαθιά χαράγματα- από την Κορφή τ’ Αρωνιού, στο κυκλαδικό νησί της Νάξου, που παριστάνουν πλοία. Το πρώτο παρουσιάζει ένα πλοίο πάνω στο οποίο στέκονται δύο ανθρώπινες μορφές, ενώ στο δεύτερο ένα βοοειδές και μια αίγα βρίσκονται σε ένα πλοίο, ενώ μια ανθρώπινη μορφή επιβιβάζεται σε αυτό. Αυτή η παράσταση, της Ύστερης Νεολιθικής εποχής, απεικονίζει ένα καλοφτιαγμένο σκάφος, με υπερυψωμένη πλώρη (ή πρύμνη) και αρκετή σταθερότητα και μέγεθος που να επιτρέπει τη μεταφορά ενός εξημερωμένου ζώου.

Leave a Reply

Your email address will not be published / Required fields are marked *

Please Prove You're Not A Robot *