Η Κλασική Περίοδος και η ηγεμονία των Αθηνών

Η Αθηναϊκή Τριήρης και η ηγεμονία των Αθηνών

Όταν σκεφτόμαστε τις πολυήρεις, δηλαδή τα πλοία με πάνω από μια σειρά κουπιών, μας έρχεται αμέσως στο μυαλό η τριήρης, το πιο διάσημο από αυτά τα πλοία. Η ανωτερότητα αυτού του αθηναϊκού πλοίου –που είχε αναπτυχθεί και τελειοποιηθεί στην Κόρινθο, με τρεις σειρές κουπιών– επιβεβαιώνεται σε αρκετές ναυμαχίες, κυρίως κατά τους Περσικούς πολέμους. Κατά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ωστόσο, η ύπαρξή τους έγινε θρυλική.

Τη νύχτα της 17ης/18ης Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ. ο στόλος του Ξέρξη, του μεγάλου βασιλέα των Μήδων και των Περσών, κύριου της Συρίας, της Χορασμίας, της Ινδίας, της Αιγύπτου, της Παρθίας, της Βακτρίας, της Λυδίας, της Ιωνίας και πολλών ακόμα σατραπειών, άφησε το αγκυροβόλιό του στον όρμο του Φαλήρου. Χίλιες τριήρεις, ταχύτατες κωπήλατες γαλέρες με πάνω από 200 άνδρες πλήρωμα η καθεμία, οπλισμένες με χάλκινα έμβολα ικανά να τρυπήσουν τα πλευρά των εχθρικών πλοίων, περιέπλευσαν τη χερσόνησο του Πειραιά προς το νησί της Σαλαμίνας.

Αθηναϊκή Τριήρης

Την ίδια στιγμή, σε μια προσεκτικά οργανωμένη ταυτόχρονη επιχείρηση, ένα τμήμα του περσικού στρατού, με δύναμη 30.000 ανδρών, παρατάχθηκε στις βόρειες ακτές του όρμου και αποβίβασε ένα ισχυρό απόσπασμα στρατιωτών στη νησίδα της Ψυτάλλειας. Σκοπός αυτών των στρατιωτών ήταν να εξοντώσουν τους Έλληνες ναυτικούς που θα έβρισκαν καταφύγιο εκεί από τα κατεστραμμένα τους πλοία. Δε θα υπήρχαν αιχμάλωτοι στη μάχη αυτή. Ο μεγάλος βασιλέας στόχευε στην τελική και ολοκληρωτική καταστροφή των θρασέων Αθηναίων και των συμμάχων τους. Στην πραγματικότητα δεν έμεναν και πολλά να κάνει καθώς η ίδια η Ακρόπολη των Αθηνών ήταν πλέον καλυμμένη με ερείπια που κάπνιζαν. Όλοι οι υπόλοιποι επιζώντες είχαν βρει καταφύγιο στη Σαλαμίνα και την Τροιζήνα στην ανατολική ακτή της Πελοποννήσου, ενώ η Αττική είχε ερημωθεί και η μόνη ένοπλη δύναμη που μπορούσε να αντιταχθεί στους εισβολείς βρισκόταν πάνω στα πλοία στο λιμάνι της Σαλαμίνας.

Ο Θεμιστοκλής, ο αρχηγός των Αθηναίων, ήταν ο βασικότερος υποστηρικτής της αντίστασης ενάντια στους Πέρσες και είχε κατανοήσει ότι ο πόλεμος στην ξηρά θα ήταν ανώφελος και ότι η μόνη ευκαιρία τους ήταν να σταματήσουν το στόλο του Ξέρξη σε μια αποφασιστική ναυμαχία στα στενά της Σαλαμίνας. Είχε στη διάθεσή του μόνο 180 τριήρεις, το 1/5 της συνολικής δύναμης του στόλου των Περσών, αλλά στηρίχθηκε στις τακτικές μάχης των τριήρεων, που βασίζονταν κυρίως στην ταχύτητα και την ευκινησία. Αν τα βαρύτερα περσικά πλοία μπορούσαν να παγιδευτούν σε ένα περιορισμένο χώρο, όπως τα στενά μεταξύ του νησιού της Σαλαμίνας και της ηπειρωτικής χώρας, αυτή θα ήταν μια ιδανική ευκαιρία για τους Έλληνες να καταστρέψουν το στόλο των εισβολέων ο οποίος μειονεκτούσε σε ευκινησία.

Η τριήρης είχε μήκος περίπου 37 μ. και διέθετε συνολικό πλήρωμα 200 ανδρών, οι 170 από τους οποίους ήταν κωπηλάτες –ελεύθεροι πολίτες και όχι σκλάβοι– μοιρασμένοι σε τρία επίπεδα, το ένα πάνω από το άλλο. Το πλοίο είχε σχεδιαστεί για έναν και μόνο σκοπό: να αχρηστέψει τα εχθρικά πλοία. Όπλο της ήταν το μπρούντζινο έμβολο με τις τρεις λεπίδες· το λεπτό σκαρί σχημάτιζε έτσι ένα γιγαντιαίο δόρυ που κατέληγε σε μια μεταλλική αιχμή –οι περίπου 50 τόνοι του πλοίου που έφτανε την ταχύτητα των 10 κόμβων μπορούσαν να σχίσουν στα δύο το ξύλο και να καταστρέψουν το εξωτερικό κέλυφος οποιουδήποτε εχθρικού πλοίου που αυτό χτυπούσε. Μετά το χτύπημα η σημασία των ελιγμών βοηθούσε στο να απομακρυνθεί η τριήρης και να μην παραμείνει παγιδευμένη με το έμβολό της στα πλευρά του πλοίου του εχθρού, αλλά με μια πλήρη ανάστροφη ώθηση των κωπηλατών να αποδεσμευτεί και να ανακτήσει πλήρη ελευθερία κινήσεων, αφήνοντας μια τεράστια τρύπα κάτω από την ίσαλο γραμμή του άλλου πλοίου. Εκτός από τη διάτρηση του εχθρικού πλοίου, από τη βίαιη σύγκρουση θα διαλυόταν επίσης ο εσωτερικός σκελετός των νομέων (στραβόξυλα) και το ξύλινο κέλυφος (πέτσωμα), και θα καταστρεφόταν το περίπλοκο σύστημα σύνδεσης του πλοίου με τις εσωτερικές ξύλινες συνδέσεις.

Μια σημαντική απόπειρα στην πειραματική αρχαιολογία πραγματοποιήθηκε με την ανακατασκευή μιας αθηναϊκής τριήρους σε φυσικό μέγεθος. Χρειάστηκαν 40 χρόνια επίπονης έρευνας για το σημαντικότερο μελετητή των αρχαίων κωπήλατων πλοίων, το John Morrison, ο οποίος, βασισμένος σε φιλολογικές πηγές και σε κάποια ελάχιστα εικονογραφικά τεκμήρια (μεταξύ των οποίων το λεγόμενο «μάρμαρο Lenormant), αποφάσισε να φέρει εις πέρας αυτό το έργο. Το «μάρμαρο Lenormant», ένα αποσπασματικό ανάγλυφο που είχε βρεθεί στην Ακρόπολη των Αθηνών στα μέσα του 19ου αιώνα, διασώζει μια σπάνια παράσταση των τριών σειρών κωπηλατών. Παρά το γεγονός ότι πρόκειται προφανώς για αντίγραφο πρωτότυπου έργου της Κλασικής εποχής και μολονότι φαίνεται ότι ο αντιγραφέας δεν είχε κατανοήσει καλά τη διευθέτηση των κουπιών, προσφέρει αρκετές πληροφορίες και παράλληλα με άλλες αποσπασματικές απεικονίσεις επέτρεψε την κατασκευή μιας τριήρους μήκους 37 μ. Η κατασκευή μιας τριήρους ήταν ένα όνειρο για τους μελετητές από την Αναγέννηση και ο πρώτος που επιχείρησε την κατασκευή μιας ρεπλίκας του μυθικού πλοίου σε φυσικό μέγεθος –που υποτίθεται ότι θα αντέγραφε την αθηναϊκή τριήρη– ήταν ο Ναπολέων Γ΄. Το πλοίο κατασκευάστηκε, αλλά, αφού καθελκύστηκε, κάθε προσπάθεια να το κινήσουν με κουπιά αποδείχτηκε μάταιη.

Η αθηναϊκή τριήρης με το όνομα «Ολυμπιάς», ένα αγγλοελληνικό σχέδιο, καθελκύστηκε με επιτυχία το 1987 και κατόπιν πολλών δοκιμών στη θάλασσα αποδείχτηκε ένα επιτυχημένο σκάφος. Κατά τη διάρκεια των πολλαπλών και μακρόχρονων δοκιμών, κωπηλατούμενη από 170 άνδρες (όσους διέθεταν και τα αρχαία πλοία της ναυμαχίας της Σαλαμίνας) είχε ικανοποιητική απόδοση και έφτασε την ταχύτητα των 9 κόμβων ανά ώρα.